- οξάλμη
- η (Α ὀξάλμη και ἐξάλμη)παρασκεύασμα από ξίδι, αναμεμιγμένο με άλμη, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διατήρηση τών τροφίμων, αλλά στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν και στην ιατρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + ἅλμη].
Dictionary of Greek. 2013.